καπιτάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπιτάλι | τα | καπιτάλια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καπιτάλι | τα | καπιτάλια |
| κλητική | καπιτάλι | καπιτάλια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπιτάλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική capitale + -ι
Ουσιαστικό
καπιτάλι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, οικονομία) το κεφάλαιο
- ※ Διπλασιάσανε, τριπλασιάνε τα καπιτάλια μου και ο τζίρος μου μεγάλωνε με την ημέρα. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1923)[1] Η Αννιώ [διήγημα])
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καπιτάλι
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.