καουτσουκόδεντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καουτσουκόδεντρο τα καουτσουκόδεντρα
      γενική του καουτσουκόδεντρου των καουτσουκόδεντρων
    αιτιατική το καουτσουκόδεντρο τα καουτσουκόδεντρα
     κλητική καουτσουκόδεντρο καουτσουκόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καουτσουκόδεντρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καουτσουκόδεντρο ουδέτερο

  • (φυτό) φυλλοβόλο δέντρο (λατινικό όνομα «Hevea brasiliensis») με μικρά πρασινοκίτρινα άνθη· ευδοκιμεί σε τροπικές περιοχές, και από τον κορμό του βγαίνει το καουτσούκ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.