κανονιοθυρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανονιοθυρίδα οι κανονιοθυρίδες
      γενική της κανονιοθυρίδας των κανονιοθυρίδων
    αιτιατική την κανονιοθυρίδα τις κανονιοθυρίδες
     κλητική κανονιοθυρίδα κανονιοθυρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανονιοθυρίδα < κανόνι + -ο- + θυρίδα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κανονιοθυρίδα θηλυκό

  • θυρίδα, άνοιγμα, από το οποίο μπορεί να βάλει κανόνι σε πλοίο ή σε κτίριο (φρούριο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.