κανονιοθυρίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κανονιοθυρίδα | οι | κανονιοθυρίδες |
| γενική | της | κανονιοθυρίδας | των | κανονιοθυρίδων |
| αιτιατική | την | κανονιοθυρίδα | τις | κανονιοθυρίδες |
| κλητική | κανονιοθυρίδα | κανονιοθυρίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κανονιοθυρίδα θηλυκό
Μεταφράσεις
κανονιοθυρίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.