κανονιέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανονιέρης οι κανονιέρηδες
      γενική του κανονιέρη των κανονιέρηδων
    αιτιατική τον κανονιέρη τους κανονιέρηδες
     κλητική κανονιέρη κανονιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανονιέρης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κανονιέρης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.