κανναβόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανναβόχαρτο τα κανναβόχαρτα
      γενική του κανναβόχαρτου των κανναβόχαρτων
    αιτιατική το κανναβόχαρτο τα κανναβόχαρτα
     κλητική κανναβόχαρτο κανναβόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανναβόχαρτο < κάνναβ(η) + -ό- + -χαρτο

Ουσιαστικό

κανναβόχαρτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.