κανελόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κανελόνι | τα | κανελόνια |
| γενική | του | κανελονιού | των | κανελονιών |
| αιτιατική | το | κανελόνι | τα | κανελόνια |
| κλητική | κανελόνι | κανελόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κανελόνι ουδέτερο, πληθυντικός κανελόνια
- είδος ζυμαρικού από ανοιγμένη ζύμη σε φύλλο, κομμένη και τυλιγμένη στη συνέχεια σε ρολό.
- τα κανελόνια, (στον πληθυντικό) αποτελούν πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος της γέμισης που φέρουν.
- τα κανελόνια ανήκουν στα γεμιστά ζυμαρικά
Μεταφράσεις
κανελόνι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
