καμπούριασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμπούριασμα τα καμπουριάσματα
      γενική του καμπουριάσματος των καμπουριασμάτων
    αιτιατική το καμπούριασμα τα καμπουριάσματα
     κλητική καμπούριασμα καμπουριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμπούριασμα < καμπουριάζω + -μα

Ουσιαστικό

καμπούριασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.