καλτσοβιομηχανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλτσοβιομηχανία οι καλτσοβιομηχανίες
      γενική της καλτσοβιομηχανίας των καλτσοβιομηχανιών
    αιτιατική την καλτσοβιομηχανία τις καλτσοβιομηχανίες
     κλητική καλτσοβιομηχανία καλτσοβιομηχανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλτσοβιομηχανία < κάλτσα + βιομηχανία

Ουσιαστικό

καλτσοβιομηχανία θηλυκό

  • βιομηχανία κατασκευής καλτσών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.