καλοπιστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλοπιστία οι καλοπιστίες
      γενική της καλοπιστίας των καλοπιστιών
    αιτιατική την καλοπιστία τις καλοπιστίες
     κλητική καλοπιστία καλοπιστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλοπιστία < καλόπιστος + -ία

Ουσιαστικό

καλοπιστία θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.