καλοκἀγαθία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλοκἀγαθί αἱ καλοκἀγαθίαι
      γενική τῆς καλοκἀγαθίᾱς τῶν καλοκἀγαθιῶν
      δοτική τῇ καλοκἀγαθί ταῖς καλοκἀγαθίαις
    αιτιατική τὴν καλοκἀγαθίᾱν τὰς καλοκἀγαθίᾱς
     κλητική ! καλοκἀγαθί καλοκἀγαθίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλοκἀγαθί
γεν-δοτ τοῖν  καλοκἀγαθίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλοκἀγαθία < καλοκἀγαθός + -ία < καλός καί ἀγαθός

Ουσιαστικό

καλοκἀγαθία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.