καλλιέργημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλλιέργημα τα καλλιεργήματα
      γενική του καλλιεργήματος των καλλιεργημάτων
    αιτιατική το καλλιέργημα τα καλλιεργήματα
     κλητική καλλιέργημα καλλιεργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλλιέργημα < καλλιεργώ + -μα

Ουσιαστικό

καλλιέργημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.