καλλιέργημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλλιέργημα | τα | καλλιεργήματα |
| γενική | του | καλλιεργήματος | των | καλλιεργημάτων |
| αιτιατική | το | καλλιέργημα | τα | καλλιεργήματα |
| κλητική | καλλιέργημα | καλλιεργήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καλλιέργημα ουδέτερο
- (βιολογία) το αποτέλεσμα της καλλιέργειας μικροβίων, αποικία βακτηρίων
Μεταφράσεις
καλλιέργημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.