κακάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κακάρισμα τα κακαρίσματα
      γενική του κακαρίσματος των κακαρισμάτων
    αιτιατική το κακάρισμα τα κακαρίσματα
     κλητική κακάρισμα κακαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακάρισμα < (κακαρίζω) κακαρισ- + -μα

Ουσιαστικό

κακάρισμα ουδέτερο

  1. (φωνή ζώου) η φωνή της κότας
  2. (μεταφορικά) τα δυνατά (κακαριστά) γέλια

Παροιμίες

  • αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.