καθημερινή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθημερινή < ουσιασικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καθημερινός
Ουσιαστικό
καθημερινή θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καθημερινή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καθημερινός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.