καθαρογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθαρογράφημα τα καθαρογραφήματα
      γενική του καθαρογραφήματος των καθαρογραφημάτων
    αιτιατική το καθαρογράφημα τα καθαρογραφήματα
     κλητική καθαρογράφημα καθαρογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαρογράφημα < καθαρογράφω + -μα

Ουσιαστικό

καθαρογράφημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.