κάττος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάττος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάττος < λατινική cattus  δείτε και γάτος

Ουσιαστικό

κάττος αρσενικό (ιδιωματικό)

  • (θηλαστικό ζώο) γάτος, αρσενικό του κάττα στα ιδιώματα των περιοχών:
    κάτος με προφορά ΔΦΑ : /ˈkatos/: Άνδρος, Πόντος, Προποντίδα
    με προφορά διπλού συμφώνου 'κάτ-τ-ος' ΔΦΑ : /ˈkatːos/: Εύβοια, Κύπρος
    με προφορά 'κάτθος' ΔΦΑ : /ˈkattʰos/: Σύμη
    και αλλού

μορφές με καττ-

  • κάττης (Θήρα, Θράκη, Ιωνία, Κρήτη, Κύθηρα, Πελοπόννησος & πολλά νησιά) & προφορά 'κάτθης'
  • κάττους (Θράκη, Κυδωνίες)
  • κάτσης (Μήλος)
  • κάτσος (Πελοπόννησος)

 και δείτε τη λέξη γάτος για μορφές με γατ-

Πηγές

  • γάττος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κάττος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάττος ή άμεσο δάνειο από τη λατινική cattus  δείτε και γάτος

Ουσιαστικό

κάττος αρσενικό

  • κάττης, κάτυς

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάττος οἱ κάττοι
      γενική τοῦ κάττου τῶν κάττων
      δοτική τῷ κάττ τοῖς κάττοις
    αιτιατική τὸν κάττον τοὺς κάττους
     κλητική ! κάττε κάττοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάττω
γεν-δοτ τοῖν  κάττοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάττος < κάττ(α) + -ος

Ουσιαστικό

κάττος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.