κάττος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάττος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάττος < λατινική cattus → δείτε και γάτος
Ουσιαστικό
κάττος αρσενικό (ιδιωματικό)
μορφές με καττ-
- κάττης (Θήρα, Θράκη, Ιωνία, Κρήτη, Κύθηρα, Πελοπόννησος & πολλά νησιά) & προφορά 'κάτθης'
- κάττους (Θράκη, Κυδωνίες)
- κάτσης (Μήλος)
- κάτσος (Πελοπόννησος)
→ και δείτε τη λέξη γάτος για μορφές με γατ-
Πηγές
- γάττος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κάττος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάττος ή άμεσο δάνειο από τη λατινική cattus → δείτε και γάτος
Ουσιαστικό
κάττος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του κάτος, αρσενικό του κάττα με δύο ταυ σε σχόλιο του Meursius
- σελ. 234 - Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google
- κάττης, κάτυς
Συγγενικά
- κάττα, κάτα (θηλυκό)
Πηγές
- κάττος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κάτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κάττος | οἱ | κάττοι |
| γενική | τοῦ | κάττου | τῶν | κάττων |
| δοτική | τῷ | κάττῳ | τοῖς | κάττοις |
| αιτιατική | τὸν | κάττον | τοὺς | κάττους |
| κλητική ὦ! | κάττε | κάττοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάττω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κάττοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάττος < κάττ(α) + -ος
Ουσιαστικό
κάττος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- κάττα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.