κάρπωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάρπωσῐς αἱ καρπώσεις
      γενική τῆς καρπώσεως τῶν καρπώσεων
      δοτική τῇ καρπώσει ταῖς καρπώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάρπωσῐν τὰς καρπώσεις
     κλητική ! κάρπωσῐ καρπώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρπώσει
γεν-δοτ τοῖν  καρπωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάρπωσις < καρπόω / καρπῶ + -σις < καρπός

Ουσιαστικό

κάρπωσις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.