κάγκουρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάγκουρας οι κάγκουρες
      γενική του κάγκουρα των κάγκουρων
    αιτιατική τον κάγκουρα τους κάγκουρες
     κλητική κάγκουρα κάγκουρες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάγκουρας < καγκουρ(ό) + μεγεθυντικό επίθημα -ας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

κάγκουρας αρσενικό

  • (αργκό) νεαρός που φέρεται αλήτικα λόγω συνοικιακών φίλων και παρέας και συχνά είναι βιαιότερος από τον μέσο όρο
    Πολλοί κάγκουρες ρητά αυτοαποκαλούνται έτσι, συνειδητά μιμούμενοι προκαθορισμένες συμπεριφορές. «Η καγκουριά είναι τρόπος ζωής» θα ακούσεις να λένε. Άλλες φορές, η λέξη δεν περιγράφει μέλος κοινωνικής ομάδας, αλλά δυσπροσάρμοστο και επιθετικό άτομο. Οι δηλωμένοι κάγκουρες, σχεδόν πάντα έχουν χαμηλότερη σχολική βαθμολογία από τον μέσο όρο των μαθητών, με ελάχιστες εξαιρέσεις ιδίως σε συνοικίες που σχεδόν όλοι αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι, όμως εκεί πέφτει και η βαθμολογία μέσης απόδοσης.
    Πολλοί κάγκουρες οδηγούν σε νεαρότερη ηλικία, έχοντας ελεύθερο χρόνο όντας αυτοαπαλλαγμένοι απ' τη μελέτη. Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, όμως η καγκουριά είναι πολιτιστική μάστιγα και όχι σποραδικό φαινόμενο.

Παράγωγα

  • καγκουριά
  • καγκουριάρικο
  • καγκούρι
  • καγκουράκος
  •  και δείτε τη λέξη καγκουρό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.