ισάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισάδα οι ισάδες
      γενική της ισάδας των ισάδων
    αιτιατική την ισάδα τις ισάδες
     κλητική ισάδα ισάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισάδα < ίσος + -άδα

Ουσιαστικό

ισάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.