ιδιοφυΐα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδιοφυΐα < αρχαία ελληνική ἰδιοφυΐα

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ði.o.fiˈi.a/

Ουσιαστικό

ιδιοφυΐα θηλυκό

  1. το χαρακτηριστικό του ιδιοφυούς, η μεγάλη ευφυΐα, εξυπνάδα
  2. (συνεκδοχικά) ο ιδιοφυής άνθρωπος
    αυτό το παιδί είναι ιδιοφυΐα στα μαθηματικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.