ιατροφιλόσοφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιατροφιλόσοφος | οι | ιατροφιλόσοφοι |
| γενική | του | ιατροφιλόσοφου & ιατροφιλοσόφου |
των | ιατροφιλόσοφων & ιατροφιλοσόφων |
| αιτιατική | τον | ιατροφιλόσοφο | τους | ιατροφιλόσοφους & ιατροφιλοσόφους |
| κλητική | ιατροφιλόσοφε | ιατροφιλόσοφοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιατροφιλόσοφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ιατροφιλόσοφος αρσενικό
Μεταφράσεις
ιατροφιλόσοφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.