ιατροφιλόσοφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιατροφιλόσοφος οι ιατροφιλόσοφοι
      γενική του ιατροφιλόσοφου
& ιατροφιλοσόφου
των ιατροφιλόσοφων
& ιατροφιλοσόφων
    αιτιατική τον ιατροφιλόσοφο τους ιατροφιλόσοφους
& ιατροφιλοσόφους
     κλητική ιατροφιλόσοφε ιατροφιλόσοφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιατροφιλόσοφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ιατροφιλόσοφος αρσενικό

  • αυτός που συνδυάζει τις ιδιότητες του γιατρού και του φιλόσοφου (αναφέρεται συνήθως σε λογίους του 19ου αιώνα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.