θυρεοκήλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θυρεοκήλη | οι | θυρεοκήλες |
| γενική | της | θυρεοκήλης | — | |
| αιτιατική | τη | θυρεοκήλη | τις | θυρεοκήλες |
| κλητική | θυρεοκήλη | θυρεοκήλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θυρεοκήλη < θυρεοειδής + -ο- + κήλη
Μεταφράσεις
θυρεοκήλη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.