θυρεοειδεκτομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θυρεοειδεκτομή οι θυρεοειδεκτομές
      γενική της θυρεοειδεκτομής των θυρεοειδεκτομών
    αιτιατική τη θυρεοειδεκτομή τις θυρεοειδεκτομές
     κλητική θυρεοειδεκτομή θυρεοειδεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυρεοειδεκτομή < θυρεοειδ(ης) + -εκτομή  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

θυρεοειδεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.