θρεονίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θρεονίνη | οι | θρεονίνες |
| γενική | της | θρεονίνης | των | θρεονινών |
| αιτιατική | τη | θρεονίνη | τις | θρεονίνες |
| κλητική | θρεονίνη | θρεονίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρεονίνη < θρεονικό οξύ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό

Συντακτικός τύπος θρεονίνης.
θρεονίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ με τύπο CH3-CH(OH)-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Thr ή T
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.