θημωνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θημωνιάζω < μεσαιωνική ελληνική θημωνιάζω < θημωνιά + -άζω < (ελληνιστική κοινή) θημωνιά < αρχαία ελληνική θημών < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θημωνιάζω | θημώνιαζα | θα θημωνιάζω | να θημωνιάζω | θημωνιάζοντας | |
| β' ενικ. | θημωνιάζεις | θημώνιαζες | θα θημωνιάζεις | να θημωνιάζεις | θημώνιαζε | |
| γ' ενικ. | θημωνιάζει | θημώνιαζε | θα θημωνιάζει | να θημωνιάζει | ||
| α' πληθ. | θημωνιάζουμε | θημωνιάζαμε | θα θημωνιάζουμε | να θημωνιάζουμε | ||
| β' πληθ. | θημωνιάζετε | θημωνιάζατε | θα θημωνιάζετε | να θημωνιάζετε | θημωνιάζετε | |
| γ' πληθ. | θημωνιάζουν(ε) | θημώνιαζαν θημωνιάζαν(ε) |
θα θημωνιάζουν(ε) | να θημωνιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θημώνιασα | θα θημωνιάσω | να θημωνιάσω | θημωνιάσει | ||
| β' ενικ. | θημώνιασες | θα θημωνιάσεις | να θημωνιάσεις | θημώνιασε | ||
| γ' ενικ. | θημώνιασε | θα θημωνιάσει | να θημωνιάσει | |||
| α' πληθ. | θημωνιάσαμε | θα θημωνιάσουμε | να θημωνιάσουμε | |||
| β' πληθ. | θημωνιάσατε | θα θημωνιάσετε | να θημωνιάσετε | θημωνιάστε | ||
| γ' πληθ. | θημώνιασαν θημωνιάσαν(ε) |
θα θημωνιάσουν(ε) | να θημωνιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θημωνιάσει | είχα θημωνιάσει | θα έχω θημωνιάσει | να έχω θημωνιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θημωνιάσει | είχες θημωνιάσει | θα έχεις θημωνιάσει | να έχεις θημωνιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θημωνιάσει | είχε θημωνιάσει | θα έχει θημωνιάσει | να έχει θημωνιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θημωνιάσει | είχαμε θημωνιάσει | θα έχουμε θημωνιάσει | να έχουμε θημωνιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θημωνιάσει | είχατε θημωνιάσει | θα έχετε θημωνιάσει | να έχετε θημωνιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θημωνιάσει | είχαν θημωνιάσει | θα έχουν θημωνιάσει | να έχουν θημωνιάσει |
| |
Μεταφράσεις
θημωνιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.