θεματοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεματοθέτης | οι | θεματοθέτες |
| γενική | του | θεματοθέτη | των | θεματοθετών |
| αιτιατική | τον | θεματοθέτη | τους | θεματοθέτες |
| κλητική | θεματοθέτη | θεματοθέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θεματοθέτης αρσενικό (θηλυκό: θεματοθέτρια)
- (νεολογισμός) αυτός που θέτει το θέμα σε κάποιες εξετάσεις ή διαγωνισμούς
- Η «κεντρική ιδέα» που υπόκειται στο παράθεμα (ο πολιτισμός του καθημερινού βίου είναι τόσο σημαντικός όσο και οι κλασικές εκδοχές της λεγόμενης «ανώτερης» πολιτισμικής δραστηριότητας) είναι γενικά ορατή· ωστόσο οι «σχολαστικοί» της εκφραστικής αρτιότητας και οι «υποχονδριακοί» της λογικής σαφήνειας διατηρούν το δικαίωμα να αναρωτηθούν αν το συγκεκριμένο παράθεμα στο σύνολό του ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να επιλέξουν οι θεματοθέτες. (*)
Συγγενικά
- θεματοθέτρια
- → δείτε τις λέξεις θέμα και θέτω
Μεταφράσεις
θεματοθέτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.