θεματογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεματογραφία | οι | θεματογραφίες |
| γενική | της | θεματογραφίας | των | θεματογραφιών |
| αιτιατική | τη | θεματογραφία | τις | θεματογραφίες |
| κλητική | θεματογραφία | θεματογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεματογραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
θεματογραφία θηλυκό
Μεταφράσεις
θεματογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.