θεματογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεματογραφία οι θεματογραφίες
      γενική της θεματογραφίας των θεματογραφιών
    αιτιατική τη θεματογραφία τις θεματογραφίες
     κλητική θεματογραφία θεματογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεματογραφία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θεματογραφία θηλυκό

  1. το σύνολο των θεμάτων με τα οποία ασχολείται ένας συγγραφέας, ζωγράφος κλπ
     συνώνυμα: θεματολογία
  2. βιβλίο που περιέχει επιλεγμένα αποσπάσματα κειμένων (θέματα) για εξάσκηση σε κάποια γλώσσα (συνήθως αρχαία ελληνική ή λατινική)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.