θεατράνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεατράνθρωπος οι θεατράνθρωποι
      γενική του θεατρανθρώπου των θεατρανθρώπων
    αιτιατική τον θεατράνθρωπο τους θεατρανθρώπους
     κλητική θεατράνθρωπε θεατράνθρωποι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεατράνθρωπος < θέατρο + άνθρωπος

Ουσιαστικό

θεατράνθρωπος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.