θαμινός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θαμινός θαμινή τὸ θαμινόν
      γενική τοῦ θαμινοῦ τῆς θαμινῆς τοῦ θαμινοῦ
      δοτική τῷ θαμιν τῇ θαμιν τῷ θαμιν
    αιτιατική τὸν θαμινόν τὴν θαμινήν τὸ θαμινόν
     κλητική ! θαμινέ θαμινή θαμινόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θαμινοί αἱ θαμιναί τὰ θαμινᾰ́
      γενική τῶν θαμινῶν τῶν θαμινῶν τῶν θαμινῶν
      δοτική τοῖς θαμινοῖς ταῖς θαμιναῖς τοῖς θαμινοῖς
    αιτιατική τοὺς θαμινούς τὰς θαμινᾱ́ς τὰ θαμινᾰ́
     κλητική ! θαμινοί θαμιναί θαμινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θαμινώ τὼ θαμινᾱ́ τὼ θαμινώ
      γεν-δοτ τοῖν θαμινοῖν τοῖν θαμιναῖν τοῖν θαμινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θαμινός < θαμά

Επίθετο

θαμινός, -ή, -όν, υπερθετικός: θαμινώτατος

  1. συχνός, πυκνός
  2. (το ουδέτερο πληθυντικού ως επίρρημα) (θαμινά) συχνά

  • θαμεινός

Συνώνυμα

  • θάμυρος

Παράγωγα

  • θαμινῶς (επίρρημα)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη θαμά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.