θαμινός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θαμινός | ἡ | θαμινή | τὸ | θαμινόν |
| γενική | τοῦ | θαμινοῦ | τῆς | θαμινῆς | τοῦ | θαμινοῦ |
| δοτική | τῷ | θαμινῷ | τῇ | θαμινῇ | τῷ | θαμινῷ |
| αιτιατική | τὸν | θαμινόν | τὴν | θαμινήν | τὸ | θαμινόν |
| κλητική ὦ! | θαμινέ | θαμινή | θαμινόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | θαμινοί | αἱ | θαμιναί | τὰ | θαμινᾰ́ |
| γενική | τῶν | θαμινῶν | τῶν | θαμινῶν | τῶν | θαμινῶν |
| δοτική | τοῖς | θαμινοῖς | ταῖς | θαμιναῖς | τοῖς | θαμινοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | θαμινούς | τὰς | θαμινᾱ́ς | τὰ | θαμινᾰ́ |
| κλητική ὦ! | θαμινοί | θαμιναί | θαμινᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαμινώ | τὼ | θαμινᾱ́ | τὼ | θαμινώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | θαμινοῖν | τοῖν | θαμιναῖν | τοῖν | θαμινοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θαμινός < θαμά
Επίθετο
θαμινός, -ή, -όν, υπερθετικός : θαμινώτατος
- θαμεινός
Συνώνυμα
- θάμυρος
Παράγωγα
- θαμινῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θαμά
Πηγές
- θαμινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαμινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.