θαλλός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θαλλός < αρχαία ελληνική θαλλός < θάλλω
Ουσιαστικό
θαλλός αρσενικό
- νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι
- νηματώδης δομή των μανιταριών που εξασφαλίζει τη θρέψη από τα θρεπτικά συστατικά που παρέχει το υπόστρωμα πάνω στο οποίο αναπτύσσονται
- ≈ συνώνυμα: μυκήλιο
- κλάδος ελιάς που έφεραν οι ικέτες στους νούς της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και στεφάνι ελιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.