θαλασσόνερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλασσόνερο τα θαλασσόνερα
      γενική του θαλασσόνερου των θαλασσόνερων
    αιτιατική το θαλασσόνερο τα θαλασσόνερα
     κλητική θαλασσόνερο θαλασσόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσόνερο < θαλασσό- + -νερο

Ουσιαστικό

θαλασσόνερο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.