θέλγητρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θέλγητρον τὰ θέλγητρ
      γενική τοῦ θελγήτρου τῶν θελγήτρων
      δοτική τῷ θελγήτρ τοῖς θελγήτροις
    αιτιατική τὸ θέλγητρον τὰ θέλγητρ
     κλητική ! θέλγητρον θέλγητρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θελγήτρω
γεν-δοτ τοῖν  θελγήτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θέλγητρον, ήδη τον Πίνδαρο < θέλγω, θελγη- + -τρον. [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: θέλγητρο, (καθαρεύουσα) θέλγητρον

Ουσιαστικό

θέλγητρον ουδέτερο

Συνώνυμα

  • θελκτήριον
  • θέλκτρον

Αναφορές

  1. «θέλγω» & θέλγητρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.