ηρωοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ηρωοποιώ, παθητικό: ηρωοποιούμαι, παθητική μετοχή ηρωοποιημένος
- μετατρέπω κάποιον σε ήρωα (κάποιες φορές χωρίς να το αξίζει)
Συγγενικά
Αναφορές
- ηρωοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.