ηρωοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ηρωοποιώ < ήρω(ς) + -ο- + -ποιώ, απόδοση για τη γαλλική héroïser[1]

Ρήμα

ηρωοποιώ, παθητικό: ηρωοποιούμαι, παθητική μετοχή ηρωοποιημένος

  • μετατρέπω κάποιον σε ήρωα (κάποιες φορές χωρίς να το αξίζει)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.