ηνιοχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηνιοχώ < αρχαία ελληνική ἡνιοχέω / ἡνιοχῶ < ἡνίοχος < ἡνίον + ἔχω
Ρήμα
ηνιοχώ
- (κυριολεκτικά) είμαι ηνίοχος, οδηγώ άρμα κρατώντας τα ηνία
- (μεταφορικά) διευθύνω, κυβερνώ
Μεταφράσεις
ηνιοχώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.