ηγεμονίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηγεμονίδα | οι | ηγεμονίδες |
| γενική | της | ηγεμονίδας | των | ηγεμονίδων |
| αιτιατική | την | ηγεμονίδα | τις | ηγεμονίδες |
| κλητική | ηγεμονίδα | ηγεμονίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ηγεμονίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.