ζόμπι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζόμπι < (άμεσο δάνειο) αγγλική zombie < προέλευσης από γλώσσες μπαντού (αφρικανική γλώσσα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzom.bi/
Ουσιαστικό
ζόμπι ουδέτερο άκλιτο
- το σώμα ενός νεκρού που επανέρχεται στη ζωή υπερφυσικά, για να υπηρετεί άβουλα αυτόν που τον επαναφέρει
- άνθρωπος με εκκεντρική συμπεριφορά ή που έχει καταβληθεί σωματικά ή πνευματικά
- (μεταφορικά) καταβεβλημένος από την κούραση και την αϋπνία
-
ζόμπι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.