ζεμανφουτίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζεμανφουτίστρια | οι | ζεμανφουτίστριες |
| γενική | της | ζεμανφουτίστριας | των | ζεμανφουτιστριών |
| αιτιατική | τη | ζεμανφουτίστρια | τις | ζεμανφουτίστριες |
| κλητική | ζεμανφουτίστρια | ζεμανφουτίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζεμανφουτίστρια < ζεμανφουτίστας + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
ζεμανφουτίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.