ζελατίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζελατίνα οι ζελατίνες
      γενική της ζελατίνας των ζελατινών
    αιτιατική τη ζελατίνα τις ζελατίνες
     κλητική ζελατίνα ζελατίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζελατίνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ζελατίνα θηλυκό

  1. ονομασία πολλών ειδών πλαστικού που είναι πολύ λεπτά και διαφανή
  2. η ζελατίνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.