ζάχαρις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζάχαρις αἱ ζαχάρεις
      γενική τῆς ζαχάρεως τῶν ζαχάρεων
      δοτική τῇ ζαχάρει ταῖς ζαχάρεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ζάχαριν τὰς ζαχάρεις
     κλητική ! ζάχαρι ζαχάρεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζάχαρις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σάκχαρις

Ουσιαστικό

ζάχαρις θηλυκό

  • άλλη μορφή του ζάχαρη
      Καὶ ἀπ' αὐτοῦ ἦλθεν εἰς ἕναν κάμπον πλατύν, καὶ εἰς τὴν ἄκραν τοῦ κάμπου ἦτον λίμνη κρύα, ὥσπερ τοῦ χειμῶνος τὸν πάγον, καὶ τὸ νερόν της ἦτο γλυκὺ ὡσὰν ζάχαριν. (Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου, Recensio F, 166, 4)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.