έμνοστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμνοστος η έμνοστη το έμνοστο
      γενική του έμνοστου της έμνοστης του έμνοστου
    αιτιατική τον έμνοστο την έμνοστη το έμνοστο
     κλητική έμνοστε έμνοστη έμνοστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμνοστοι οι έμνοστες τα έμνοστα
      γενική των έμνοστων των έμνοστων των έμνοστων
    αιτιατική τους έμνοστους τις έμνοστες τα έμνοστα
     κλητική έμνοστοι έμνοστες έμνοστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έμνοστος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἔμνοστος, άλλη μορφή του εὔνοστος

Επίθετο

έμνοστος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές



Ποντιακά (pnt)

Ετυμολογία

έμνοστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔμνοστος, άλλη μορφή του εὔνοστος

Επίθετο

έμνοστος, -η, -ο

  • νόστιμος, ηδύς, τερπνός
      Μπορεί να είναι ζύμη για ψωμί, μπορεί και για ωτία. Το σίγουρο είναι οτι είναι έμνοστη (Ποντιακές νοστιμιές στην «Παναγία Σουμελά» Κατερίνης, 7/06/2016, )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.