εὔθυνσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὔθυνσῐς | αἱ | εὐθύνσεις | ||||
| γενική | τῆς | εὐθύνσεως | τῶν | εὐθύνσεων | ||||
| δοτική | τῇ | εὐθύνσει | ταῖς | εὐθύνσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | εὔθυνσῐν | τὰς | εὐθύνσεις | ||||
| κλητική ὦ! | εὔθυνσῐ | εὐθύνσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐθύνσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐθυνσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- εὔθυνσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.