εὐτελέστερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εὐτελέστερος < εὐτελής

Επίθετο

εὐτελέστερος, -τέρα, -ερον (υπερθετικός: εὐτελάστατος)

  1. πιο ταπεινός, πιο οικονομικός, λιγότερο δαπανηρός σε χρονο ή προσπάθεια, πιο φτηνός
    • ἐμὲ δὲ μηδὲν ἄλλο ἢ ὥσπερ ξένον τρέφε, καὶ ἔτι εὐτελέστερον ἢ ξένον: ἀρκέσει γάρ μοι ὅ τι ἂν καὶ σὺ ἔχῃς τούτων μετέχειν.: ...κι ακόμα χειρότερα, πιο φτωχικά, πιο ταπεινά κι από ξένο
    • ὡς δ᾽ ἂν καὶ οἱ πόδες εἶεν τῷ ἵππῳ κράτιστοι, εἰ μέν τις ἄλλην ἔχει ῥᾴω καὶ εὐτελεστέραν ἄσκησιν, ἐκείνη ἔστω : για να είναι σε καλή κατάσταση τα πόδια των αλόγων, αν έχει κανείς καμια ευκολότερη και φτηνότερη άσκηση, ας την εφαρμόσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.