εὐρύοδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐρύοδος | τὸ | εὐρύοδον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐρυόδου | τοῦ | εὐρυόδου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐρυόδῳ | τῷ | εὐρυόδῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐρύοδον | τὸ | εὐρύοδον | ||
| κλητική ὦ! | εὐρύοδε | εὐρύοδον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐρύοδοι | τὰ | εὐρύοδᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐρυόδων | τῶν | εὐρυόδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐρυόδοις | τοῖς | εὐρυόδοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐρυόδους | τὰ | εὐρύοδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὐρύοδοι | εὐρύοδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐρυόδω | τὼ | εὐρυόδω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐρυόδοιν | τοῖν | εὐρυόδοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- εὐρύοδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.