εὐνοϊκός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εὐνοϊκός εὐνοϊκή τὸ εὐνοϊκόν
      γενική τοῦ εὐνοϊκοῦ τῆς εὐνοϊκῆς τοῦ εὐνοϊκοῦ
      δοτική τῷ εὐνοϊκ τῇ εὐνοϊκ τῷ εὐνοϊκ
    αιτιατική τὸν εὐνοϊκόν τὴν εὐνοϊκήν τὸ εὐνοϊκόν
     κλητική ! εὐνοϊκέ εὐνοϊκή εὐνοϊκόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εὐνοϊκοί αἱ εὐνοϊκαί τὰ εὐνοϊκᾰ́
      γενική τῶν εὐνοϊκῶν τῶν εὐνοϊκῶν τῶν εὐνοϊκῶν
      δοτική τοῖς εὐνοϊκοῖς ταῖς εὐνοϊκαῖς τοῖς εὐνοϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς εὐνοϊκούς τὰς εὐνοϊκᾱ́ς τὰ εὐνοϊκᾰ́
     κλητική ! εὐνοϊκοί εὐνοϊκαί εὐνοϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐνοϊκώ τὼ εὐνοϊκᾱ́ τὼ εὐνοϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν εὐνοϊκοῖν τοῖν εὐνοϊκαῖν τοῖν εὐνοϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὐνοϊκός < εὔνοια + -ικός

Επίθετο

εὐνοϊκός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.