εὐκρηπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὐκρηπίς | αἱ | εὐκρηπῖδες |
| γενική | τῆς | εὐκρηπῖδος | τῶν | εὐκρηπίδων |
| δοτική | τῇ | εὐκρηπῖδῐ | ταῖς | εὐκρηπῖσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | εὐκρηπῖδᾰ | τὰς | εὐκρηπῖδᾰς |
| κλητική ὦ! | εὐκρηπίς* | εὐκρηπῖδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐκρηπῖδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐκρηπίδοιν | ||
| Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εὐκρηπίς < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Πηγές
- εὐκρηπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.