εφταήμερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφταήμερο τα εφταήμερα
      γενική του εφταήμερου των εφταήμερων
    αιτιατική το εφταήμερο τα εφταήμερα
     κλητική εφταήμερο εφταήμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφταήμερο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εφταήμερο ουδέτερο

 δείτε τη λέξη  επταήμερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.