ευρωκώδικας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευρωκώδικας οι ευρωκώδικες
      γενική του ευρωκώδικα των ευρωκωδίκων
    αιτιατική τον ευρωκώδικα τους ευρωκώδικες
     κλητική ευρωκώδικα ευρωκώδικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευρωκώδικας < ευρώ- + κώδικας

Ουσιαστικό

ευρωκώδικας αρσενικό και Ευρωκώδικας

  • ένας κώδικας, από μια σειρά δέκα Ευρωπαϊκών Προτύπων (EN) για το σχεδιασμό των κατασκευών που αναπτύχθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.