εὐκαιρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- εὐκαιρέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
εὐκαιρέω (συνηρημένo εὐκαιρῶ)
- είμαι κενός, ελεύθερος, αδειάζω
- (+ τινι ή + εἲς τί) αφιερώνω τον καιρό μου (σε κάτι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.