ετιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετιά οι ετιές
      γενική της ετιάς των ετιών
    αιτιατική την ετιά τις ετιές
     κλητική ετιά ετιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ετιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.