εσωκλείστως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εσωκλείστως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐσωκλείστως. Συγχρονικά αναλύεται σε εσώκλειστ(ος) + -ως.
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.soˈkli.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σω‐κλεί‐στως
- τονικό παρώνυμο: εσώκλειστος
Επίρρημα
εσωκλείστως
- (λόγιο, αλληλογραφία) κλεισμένο μέσα σε φάκελο μαζί με επιστολή
- ↪ Εκτός από το e-mail, σας στέλνω κι αυτό το σημείωμα και την απόδειξη πληρωμής εσωκλείστως.
Μεταφράσεις
μέσα σε φάκελο με επιστολή
|
|
Πηγές
- εσώκλειστος, εσωκλείστως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.