ερμηνευτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερμηνευτική | ||
| γενική | της | ερμηνευτικής | ||
| αιτιατική | την | ερμηνευτική | ||
| κλητική | ερμηνευτική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερμηνευτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ερμηνευτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hermeneutics)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ερμηνευτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ερμηνευτικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.